επίφορος

επίφορος
-ο (Α ἐπίφορος, -ον) [επιφέρω]
νεοελλ.
ναυτ. (για άνεμο) αυτός που πέφτει κάθετα στο ιστίο τού πλοίου, κν. άνεμος τής φούσκας
αρχ.
1. αυτός που οδηγεί σε μια διεύθυνση («εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς αὐτὴν [τὴν πόλιν]», Θουκ.]
2. (για άνεμο) ευνοϊκός, ούριος («ἐν Αὐλίδι πνεῡμα τοῑς Ἕλλησιν οὐκ ἐγένετο ἐπίφορον», Παυσ.)
3. αυτός που έχει κλίση, ροπή σε κάτι, ευεπίφορος, επιρρεπής («ἐπίφορος πρὸς δεισιδαιμονίαν», Πλούτ.)
4. αρμόδιος, κατάλληλος
5. (για έγγραφο) αυτός που σχετίζεται με το προκείμενο ζήτημα
6. (για έδαφος) κατωφερής («ἐκ τόπων ἐπιφόρων ὅλην ἐπερείσας τήν φάλαγγα τοῑς Ῥωμαίοις», Πλούτ.)
7. έγκυος, επίτοκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίφορος — carrying towards masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφορώτερον — ἐπίφορος carrying towards masc acc comp sg ἐπίφορος carrying towards neut nom/voc/acc comp sg ἐπίφορος carrying towards adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφορώτατον — ἐπίφορος carrying towards masc acc superl sg ἐπίφορος carrying towards neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφόρως — ἐπίφορος carrying towards adverbial ἐπίφορος carrying towards masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίφορον — ἐπίφορος carrying towards masc/fem acc sg ἐπίφορος carrying towards neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφορωτάτοις — ἐπίφορος carrying towards masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφορώτατος — ἐπίφορος carrying towards masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφορώτερος — ἐπίφορος carrying towards masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφόροις — ἐπίφορος carrying towards masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφόροισι — ἐπίφορος carrying towards masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”